- ἔνδηλοι
- ἔνδηλοςvisiblemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένδηλος — η, ο (AM ἔνδηλος, ον) 1. φανερός, ολοφάνερος 2. (για πρόσ.) γνωστός («καίπερ οὐ βουλόμενοι ἔνδηλοι εἶναι τοις Ἀθηναίοις», Θουκ.) … Dictionary of Greek